- σινδονίσκος
- σινδον-ίσκος, ἡ, Dim. of σινδών, Michel832.24 (Samos, iv B.C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σινδονίσκος — ἡ, Α σεντονάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σινδών, όνος «λεπτό ύφασμα, σεντόνι» + υποκορ. κατάλ. ίσκος*] … Dictionary of Greek
-ίσκος — ίσκη, ίσκον (ΑΜ ίσκος, ίσκη, ίσκον) επίθημα ουσιαστικών τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται σε ΙE * isko και απαντά κυρίως σε αρσ. και σπανιότερα σε θηλ. και ουδ. ονόματα. Το γένος τών λ. σε ίσκος ( ίσκη, ίσκον) καθορίζεται συνήθως από αυτό τών… … Dictionary of Greek